Dictionary of Greek. 2013.
σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) … Dictionary of Greek
σκόταρχος — ὁ, Μ βλ. σκοτάρχης … Dictionary of Greek